σκοτομηνία

σκοτομηνία
σκοτομηνίᾱ , σκοτομηνία
dark and moonless
fem nom/voc/acc dual
σκοτομηνίᾱ , σκοτομηνία
dark and moonless
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοτομηνία — ἡ, Α [σκοτομήνιος] σκοτομήνη* …   Dictionary of Greek

  • σκοτομηνίας — σκοτομηνίᾱς , σκοτομηνία dark and moonless fem acc pl σκοτομηνίᾱς , σκοτομηνία dark and moonless fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτομηνίαν — σκοτομηνίᾱν , σκοτομηνία dark and moonless fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτομήνη — και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ επίδραση τού μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. αινα (πρβλ. θεράπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”